- ἀνεπιτηδείως
- ἀνεπιτήδειοςunserviceableadverbialἀνεπιτήδειοςunserviceablemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεπιτήδειος — α, ο (Α ἀνεπιτήδειος, ον) ακατάλληλος νεοελλ. αδέξιος, ανίκανος αρχ. 1. επιβλαβής 2. μη ευνοϊκός, εχθρικός 3. δυσμενής, δυσοίωνος 4. ως ουσ. εχθρός, πολιτικός αντίπαλος 5. επίρρ. ανεπιτηδείως πράττω είμαι δυστυχισμένος, δυστυχώ … Dictionary of Greek
ԱՆՊԱՏԵՀԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0226 Chronological Sequence: 8c մ. ἁνεπιτηδείως non idonee, inepte Ոչ ըստ պատշաճի. ոչ օրինօք. անյարմարապէս. *Մարմին թէ պատեհապէս կազմեսցի, գործակից լինի անձինն. իսկ եթէ անպատեհաբար, խափանի. Նիւս. բն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)